- ὠμοφόρος
- ὠμοφόροςportermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμοφόρος — ὁ, ΜΑ 1. μεταφορέας, αχθοφόρος («τῶν τοῡ ὠμοφόρου ὤμων», Επιφάν.) 2. ως κύριο όν. ὁ Ὠμοφόρος (στον μανιχαϊσμό) αυτός που κρατά τη Γη στους ώμους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + φόρος*] … Dictionary of Greek
ὠμοφόρον — ὠμοφόρος porter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφόρου — ὠμοφόρος porter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφόρους — ὠμοφόρος porter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοφόρῳ — ὠμοφόρος porter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμοφορώ — έω, ΜΑ [ὠμοφόρος] μεταφέρω κάτι στους ώμους μου … Dictionary of Greek
ωμοφόριο — Κάλυμμα των ώμων (σάρπα), άμφιο. Πρόκειται για στενόμακρο ύφασμα, πολυτελές και στολισμένο με σταυρούς και κρόσσια. Το φορούν οι αρχιερείς της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, έτσι ώστε το ένα άκρο του να κρέμεται μπροστά και το άλλο πίσω. * * * το /… … Dictionary of Greek